μιμούμαι

μιμούμαι
imiter

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Regardez d'autres dictionnaires:

  • μιμούμαι — μιμούμαι, μιμήθηκα βλ. πίν. 74 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μιμούμαι — (ΑΜ μιμοῡμαι, έομαι) [μίμος] 1. κάνω ή προσπαθώ να κάνω κάτι που κάνει κάποιος άλλος, παριστάνω, απομιμούμαι (α. «ο παπαγάλος μιμείται τη φωνή τοὺ ανθρώπου» β. «γλώσσης ἀϋτὴν Φωκίδος μιμουμένῳ», Αισχύλ.) 2. (για ηθοποιό) υποδύομαι νεοελλ. μσν.… …   Dictionary of Greek

  • μιμούμαι — μιμήθηκα 1. προσπαθώ να συμπεριφερθώ όπως κάποιος άλλος ή αντιγράφω τις κινήσεις, τους μορφασμούς, τη φωνή κτλ. κάποιου άλλου: Μιμείται φωνές πουλιών. 2. παίρνω κάποιον ως πρότυπο, ως παράδειγμα και τον απομιμούμαι: Αυτός ο ζωγράφος μιμείται τον… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μιμοῦμαι — μῑμοῦμαι , μιμέομαι imitate pres ind mp 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιμιτάρω — μιμούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. ιταλ. imitare < λατ. imitor «μιμούμαι»] …   Dictionary of Greek

  • αγγλίζω — μιμούμαι τους Άγγλους στη γλώσσα, στα ήθη ή στους τρόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < εθνικό Άγγλος. ΠΑΡ. αγγλισμός] …   Dictionary of Greek

  • αγγλοφέρνω — μιμούμαι τους τρόπους και τις συνήθειες τών Άγγλων, συμπεριφέρομαι όπως αυτοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < Άγγλος + φέρνω*] …   Dictionary of Greek

  • γαλλοφέρνω — μιμούμαι τρόπους συμπεριφοράς τών Γάλλων …   Dictionary of Greek

  • καθολικίζω — μιμούμαι, ασπάζομαι τα δόγματα τών ρωμαιοκαθολικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθολικός. Το ρ. μαρτυρείται στον τ. τής μτχ. καθολικίζοντες από το 1872 στον Αναστάσιο Διομήδη Κυριακό] …   Dictionary of Greek

  • αμερικανίζω — μιμούμαι τους τρόπους των Αμερικανών: Πήγε για λίγο στην Αμερική κι άρχισε να αμερικανίζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γαλλίζω — μιμούμαι τους Γάλλους, χρησιμοποιώ στο λόγο μου λέξεις ή φράσεις της γαλλικής γλώσσας: Μελετάει από μικρός τη γαλλική γλώσσα και συνήθως γαλλίζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”